βιολοντσέλο ή τσέλο

βιολοντσέλο ή τσέλο
Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Αρχικά ονομαζόταν βιολοντσίνο και για πολύ καιρό προοριζόταν να εκτελεί αποκλειστικά μουσικούς φθόγγους βαθύτερους από εκείνους της βιόλας. Κατά καιρούς υπέστη πολλές τροποποιήσεις και άργησε να επιβληθεί ως όργανο δεξιοτεχνίας. Η άνοδός του άρχισε στην Ιταλία τον 17o αι. Τον 18o αι. εμφανίστηκε ο πρώτος μεγάλος δεξιοτέχνης του β., ο Ναπολιτάνος Φραντσέσκο Αλμπόρεα (1691-1770). Με τον Μπενεντέτο Μαρτσέλο και τον Μπαχ (είναι γνωστές οι Σουίτες του Μπαχ για σόλο β.) το όργανο αυτό άρχισε να επιβάλλεται, ενώ ο Μποκερίνι υπήρξε εκείνος που κατάλαβε τις κρυμμένες τεχνικές και εκφραστικές δυνατότητές του. Με τον ρομαντισμό, το β. έλαβε ξεχωριστή θέση στην ορχήστρα ως στοιχείο αυτόνομο, στο οποίο οι συνθέτες εμπιστεύονταν ορισμένα χαρακτηριστικά μουσικά θέματα, όπως π.χ. συμβαίνει στην αρχή του τελευταίου μέρους της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Το β. έπαιξε αξιόλογο ρόλο και ως βασικός συντελεστής του κουαρτέτου εγχόρδων, που είναι μία από τις πιο ολοκληρωμένες μορφές σε ολόκληρη την ιστορία της μουσικής. Από τον Χάιντν έως τον Μπραμς, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Μότσαρτ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ, το β. σιγά-σιγά απελευθερώθηκε από τον ρόλο του ως αρμονικού και μόνο στηρίγματος και, σείση μοίρα με τα υπόλοιπα όργανα, δημιούργησε ένα τέλειο ακουστικό αμάλγαμα με εξαίσια μελωδικά στοιχεία. Από τα κοντσέρτα για β. αναφέρουμε αυτά των Μποκερίνι, Χάιντν, Σούμαν, Ντβόρζακ, Σεν-Σανς κλπ. Ανάμεσα στις σονάτεςγια β., οι πιο αξιόλογες είναι του Μπετόβεν, του Μπραμς, του Σοπέν, του Φορέ και του Χίντεμιτ. Βιολοντσέλο του Ντομένικο Μοντανιάνα, διάσημου οργανοποιού της βενετικής σχολής του 18ου αι. (Συλλογή Καρούνιο, Ρώμη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσέλο — (Αγία Παρασκευή). Πεδινός οικισμός (205 κάτ., υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. * * * το, Ν το βιολοντσέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cello < violon cello «βιολοντσέλο»] …   Dictionary of Greek

  • τσέλο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι, το βιολοντσέλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”